- άκεντρος
- -η, -ο (Α ἄκεντρος, -ον)αυτός που δεν έχει κεντρί«κηφῆνας... ἀκέντρους» (Πλάτ. Πολιτ. 552c), ή κόκορας που δεν έχει πλήκτρο στο πόδι (Αθήν. 655e), ή θάμνος που δεν έχει αγκάθια (Φίλων 2, 91), ή άλογο που δεν αισθάνεται το τρύπημα τού σπιρουνιού (Ιππιατρ. 105)νεοελλ.ο ακέντριστος, ο αμπόλιαστοςαρχ.1. λόγος που δεν έχει «κέντρον», δεν έχει δύναμη, πλαδαρός (Λογγίν. 21)2. αυτός που δεν αντιδρά στο κέντρισμα, ο ανόητος (Ωριγ. 1, 388a)3. όποιος δεν κατέχει το κέντρο, δεν είναι κεντρικός (Μανέθων, 5, 108).[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κέντρον.ΠΑΡ. αρχ. ἀκεντρότης].
Dictionary of Greek. 2013.